παλίντιτος

παλίντιτος
πᾰλίν-τῐτος, ον, ([etym.] τίνω)
A done in requital,

παλίντιτα ἔργα γενέσθαι Od.1.379

.
II [voice] Act., requiting,

πνεύματα Emp.111.5

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • παλίντιτος — παλίντιτος, ον (Α) 1. αυτός τού οποίου η τιμωρία θα γίνει στο μέλλον 2. αυτός που ανταποδίδει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τίω «εκτιμώ, πληρώνω» (πρβλ. πολύ τιτος)] …   Dictionary of Greek

  • παλίντιτον — παλίντιτος done in requital masc/fem acc sg παλίντιτος done in requital neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλίντιτα — παλίντιτος done in requital neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”